- νωπογραφία
- η1. τρόπος ζωγραφίσματος πάνω σε νωπή βάση με υδρόχρωμα.2. ζωγραφικό έργο με νωπογραφία, αλλ. φρέσκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
φρέσκο — Τοιχογραφία φιλοτεχνημένη με χρώματα διαλυτά στο νερό. Bλ. λ. νωπογραφία. * * * (I) το, Ν 1. δροσερός καιρός 2. ειρων. φυλακή («τούς κλείσανε στο φρέσκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φρέσκος*]. (II) το, Ν άκλ. (καλ. τεχν.) … Dictionary of Greek
Ακούτο, Τζοβάνι — (1320 – 1394). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στην Ιταλία ο Άγγλος μισθοφόρος Τζον Χόουκγουντ. Ο Α., επικεφαλής 3.000 αντρών, πέρασε διαδοχικά στην υπηρεσία πολλών ιταλικών κρατών. Μια νωπογραφία του Αγγλοϊταλού μισθοφόρου Α., εξαίρετο έργο του… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Μαρτίνι, Σιμόνε — (Simone Martini, Σιένα 1284; – Αβινιόν 1344). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένα κατά τον 14ο αι. Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του τιτλοφορείται Μαεστά, και… … Dictionary of Greek
Μελότσο ντα Φορλί — (Melozzo da Forli, Φορλί 1438 – 1494). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Εργάστηκε στη Ρώμη, στο Ουρμπίνο και στο Λορέτο, με το έργο του να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά της σχολής της Ούμπρια. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek